- φεσάς
- ο, θηλ. φεσού, Ν1. άτομο που φορά φέσι, φεσοφόρος2. φεσοποιός3. μτφ. αυτός που έχει ή συνηθίζει να έχει ανεξόφλητα χρέη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φεσάδικο — το, Ν φεσοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φεσαδ τού πληθ. φεσάδες τού φεσάς + κατάλ. ικο (πρβλ. γαλατάδ ικο)] … Dictionary of Greek
φεσοποιός — ο, Ν αυτός που κατασκευάζει φέσια, φεσάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
φεσοφόρος — α, ο, Ν αυτός που φορεί φέσι, ο φεσάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Σπ. Μαυρογένη] … Dictionary of Greek
φεσού — η, Ν βλ. φεσάς … Dictionary of Greek
φεσωμένος — η, ο, Ν 1. φεσάς, φεσοφόρος 2. μτφ. χρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι, μέσω ενός ρ. *φεσώνω (πρβλ. καπελ ωμένος)] … Dictionary of Greek
φεσοποιός — ο ο κατασκευαστής φεσιών, ο φεσάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)